συνάκοος

συνάκοος
ὁ, Α
βλ. συνήκοος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνήκοος — και συνάκοος, ον, Α 1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ ήκοος, ὑπ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”